- μυλονίτης
- Πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται σε μια γραμμή ρήγματος του φλοιού της Γης και αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, που θρυμματίστηκαν από δυναμικές δράσεις· τα μικρά κενά ανάμεσα στα θραύσματα γέμισαν ύστερα από διαδοχικές γενέσεις νέων ορυκτών που προκάλεσαν την τσιμεντοποίηση τους. Οι μ. χαρακτηρίζονται και με τον όρο «λατυποπαγή τριβής».
* * *ο(πετρογρ.) πέτρωμα, λατυποπαγούς συνήθως μορφής, το οποίο προέρχεται από τη σύνθλιψη και τον κατακερματισμό τής μάζας του υπό την επίδραση τεκτονικών ορογενετικών κινήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mylonite (< μυλών + επίθημα -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.